πιτυοκάμπτης

πιτυοκάμπτης
και πιτυκάμπτης, ὁ, Α
(ως προσωνυμία τού ληστή Σίνιδος) αυτός που λύγιζε τα πεύκα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πίτυς + -κάμπτης (< κάμπτω), πρβλ. ασματο-κάμπτης].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • πιτυοκάμπτης — a stinging masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πιτυοκάμπται — πιτυοκάμπτης a stinging masc nom/voc pl πιτυοκάμπτᾱͅ , πιτυοκάμπτης a stinging masc dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πιτυοκάμπτην — πιτυοκάμπτης a stinging masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πιτυοκάμπτου — πιτυοκάμπτης a stinging masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σίνις — Κατά την αρχαία ελληνική μυθολογία, ληστής της Κορινθίας που επονομαζόταν πιτυοκάμπτης. Παραφύλαγε μέσα από έναν κατάφυτο από πιτύς (πεύκα) χώρο του Ισθμού της Κορίνθου και έπιανε κάθε οδοιπόρο που περνούσε από εκεί. Έδενε κατόπιν το θύμα του από …   Dictionary of Greek

  • σαρκασμοπιτυοκάμπτης — ὁ, Α (κωμική λ.) ο χλευαστής πιτυοκάμπτης*, αυτός που λυγίζει τα πεύκα με σαρκασμό («σαλπιγγολογχυπηνάδαι, σαρκασμοπιτυόκαμπται», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < σαρκασμός + πιτυοκάμπτης] …   Dictionary of Greek

  • πιτυκάμπτης — ὁ, Α βλ. πιτυοκάμπτης …   Dictionary of Greek

  • κάμπτω — έκαμψα, κάμφθηκα 1. λυγίζω κάτι: Πιτυοκάμπτης λεγόταν αυτός που έκαμπτε τις κουκουναριές. 2. κάνω στροφή: Το αεροπλάνο έκαμψε ανατολικά. 3. καταβάλλομαι, εξαντλούμαι: Με έκαμψαν τα βάσανα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”